αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
Βεσπασιανός, Τίτος Φλάβιος — (Titus Flavius Vespasianus, Ριέτι 9 μ.Χ. – Κουτίλια 79 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (69 79 μ.Χ.). Προερχόμενος από ταπεινή οικογένεια Σαβίνων, κατόρθωσε, χάρη στις εξαιρετικές του ικανότητες, να περάσει από όλες τις βαθμίδες της κρατικής ιεραρχίας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κλίμακα ή σκάλα — Αρχιτεκτονικό στοιχείο σύνδεσης και επικοινωνίας των ορόφων ενός κτιρίου και γενικότερα επιπέδων διαφορετικού ύψους. Η σύνδεση των ορόφων πραγματοποιείται, συνήθως, στο εσωτερικό των κτιρίων. Ωστόσο, για λόγους αρχιτεκτονικής σκοπιμότητας ή… … Dictionary of Greek
Κοκόσκα, Όσκαρ — (Oscar Kokoshka, Πέχλαρν 1886 – 1980). Αυστριακός ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20ού αι. Αφού φοίτησε για ένα διάστημα στο Ινστιτούτο Τεχνών και Επαγγελμάτων της Βιέννης, διαμορφώθηκε από την επαφή … Dictionary of Greek
Λάτιο — (Latium). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική διαίρεση (Lazio, 17.203 τ. χλμ., 4.976.184 κατ.) της Ιταλίας. Είναι η νοτιότερη περιοχή του κεντρικού τμήματος της χώρας. Εκτείνεται κατά μήκος του Τυρρηνικού πελάγους και περιλαμβάνει τις… … Dictionary of Greek
Μπαρμπερίνι — (Barberini). Επώνυμο ιστορικής ιταλική οικογένεια από τη Φλωρεντία, μέλη της οποίας πήραν ενεργό μέρος στην πολιτική και θρησκευτική κίνηση του 17ου αι. Γενάρχης της οικογένειας θεωρείται ο Αντόνιο M., που πέθανε το 1571 στη Φλωρεντία.… … Dictionary of Greek